- παίδεψη
- η [παιδεύω]μαρτύριο, βασανισμός, ταλαιπωρία, παίδεμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παίδεψη — η το τυράγνισμα, το μαρτύριο, ο βασανισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)